ἀρτιβλάστων

ἀρτιβλάστων
ἀρτίβλαστος
recently sprouted
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀρτιβλαστῶν — ἀρτιβλαστής newly budding masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιπώγων — (amphipogon).Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών, ιθαγενών της Αυστραλίας. Στο γένος ανήκει μόνο ένα είδος, ο a. o στενόφυλλος,που ευδοκιμεί σε αμμώδη και χαλικώδη εδάφη. Αντέχει στην ξηρασία και δίνει εκλεκτής ποιότητας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”